τετράπεζος

τετράπεζος
τετρᾰ-πεζος, ον, ([etym.] πέζα)
A four-footed, Orph.L.747.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετράπεζος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεζος (< πέζα* < *πεδjα, δωρ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. ἑξά πεζος] …   Dictionary of Greek

  • τετράπεζα — τετράπεζος four footed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράπεζοι — τετράπεζος four footed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • pē̆ d-2, pō̆ d- —     pē̆ d 2, pō̆ d     English meaning: foot, *genitalia     Deutsche Übersetzung: “Fuß”; verbal “gehen, fallen”     Grammatical information: m. nom. sg. pō̆ ts, gen. ped és/ ós, nom. pl. péd es     Material: 1. O.Ind. pad “foot” (pü t, pü dam …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”